- καλοφαίνομαι
- καλοφάνηκα1. φαίνομαι καλά, ξεχωρίζω: Δεν καλοφαίνομαι στη φωτογραφία.2. ως απρόσ. σημαίνει ότι κάτι γίνεται δεκτό μετά χαράς, φαίνεται κάτι ως καλό: Δεν του καλοφάνηκε που του είπες την αλήθεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.