καλοφαίνομαι

καλοφαίνομαι
καλοφάνηκα
1. φαίνομαι καλά, ξεχωρίζω: Δεν καλοφαίνομαι στη φωτογραφία.
2. ως απρόσ. σημαίνει ότι κάτι γίνεται δεκτό μετά χαράς, φαίνεται κάτι ως καλό: Δεν του καλοφάνηκε που του είπες την αλήθεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλοφαίνομαι — (Μ καλοφαίνομαι) (ως απρόσ., με τις αντων. μού, σού, τού, μάς, σάς, τούς) καλοφαίνεται μού φαίνεται κάτι καλό, μού είναι ευχάριστο, μού αρέσει νεοελλ. 1. είμαι ευδιάκριτος, είμαι καταφανής, ξεχωρίζω 2. εμπνέω εμπιστοσύνη σε κάποιον («δεν μού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”